μουγγαίνομαι

μουγγαίνομαι
μουγγαίνομαι, μουγγάθηκα, μουγγαμένος βλ. πίν. 45
——————
Σημειώσεις:
μουγγαίνομαι : ακολουθούμε την ετυμολογία του Ανδριώτη, από το μογγός < μογ(γ)ιλάλος.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”